προοιμιάζομαι

προοιμιάζομαι
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α [προοίμιον]
κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω
μσν.-αρχ.
1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.
β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», Ευρ.)
2. προμηνύω, προαναγγέλλω («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)
αρχ.
1. αρχίζω την επίκλησή μου, αρχίζω να επικαλούμαι πρώτα («τούτους... φροιμιάζομαι θεούς», Αισχύλ.)
2. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προοιμιάζομαι — make a prelude pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιάζεσθε — προοιμιάζομαι make a prelude pres imperat mp 2nd pl προοιμιάζομαι make a prelude pres ind mp 2nd pl προοιμιάζομαι make a prelude imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπροοιμιασμένων — προοιμιάζομαι make a prelude perf part mp fem gen pl προοιμιάζομαι make a prelude perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιαζομένων — προοιμιάζομαι make a prelude pres part mp fem gen pl προοιμιάζομαι make a prelude pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιαζόμεθα — προοιμιάζομαι make a prelude pres ind mp 1st pl προοιμιάζομαι make a prelude imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιαζόμενον — προοιμιάζομαι make a prelude pres part mp masc acc sg προοιμιάζομαι make a prelude pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιασθέντα — προοιμιάζομαι make a prelude aor part mp neut nom/voc/acc pl προοιμιάζομαι make a prelude aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιασόμεθα — προοιμιάζομαι make a prelude aor subj mp 1st pl (epic) προοιμιάζομαι make a prelude fut ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιάζου — προοιμιάζομαι make a prelude pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προοιμιάζομαι make a prelude imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιάζῃ — προοιμιάζομαι make a prelude pres subj mp 2nd sg προοιμιάζομαι make a prelude pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”